- πωρίνου
- πώρινοςmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πωρίνου — Πωρίνης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κέρκυρας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας εγκαινιάστηκε το 1967, σ’ ένα όμορφο κτίριο της πόλης, το οποίο χτίστηκε μεταξύ του 1962 και 1965 (Βράιλα 1). Στεγάζει τα αντιπροσωπευτικότερα ευρήματα των ανασκαφών στο νησί των Φαιάκων. Στα μέσα της… … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek